τάκω

τάκω
Α
(δωρ. τ.) βλ. τήκω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τακῶ — τήκω melt aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάκω — τά̱κω , τήκω melt pres subj act 1st sg (doric) τά̱κω , τήκω melt pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”